Περιγραφή
Ένα από τα προϊόντα που παρήγαγε η Κρήτη σε μεγάλες ποσότητες ήταν το ελαιόλαδο. Το λάδι ως εμπορικό αγαθό, δημιούργησε μια αλυσίδα παρασκευής και άλλων υποπροϊόντων. Ένα από αυτά ήταν το γνωστό πράσινο σαπούνι που το παρήγαγε ο Σαπωνοποιός.
Τα σαπουναριά της Κρήτης έπαιξαν σπουδαίο ρόλο σε όλη την Μεσόγειο. Η παραγωγή σαπουνιού απορροφούσε σημαντικές ποσότητες λαδιού. Παρά την διακοπή της λειτουργίας των, λόγω των κρητικών επαναστάσεων, τα τέλη του 19ου αιώνα βρήκαν την Κρήτη ξανά με πολλά σαπουναριά. Αργότερα οι αγορές ξανάνοιξαν και το κρητικό σαπούνι έγινε και πάλι ένα προϊόν εσωτερικής κατανάλωσης αλλά και εξαγωγικού εμπορίου. Το πρώτο από τα είκοσι σαπουναριά που συναντάμε στα Χανιά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας ήταν το εργοστάσιο της Ανώνυμης Βιομηχανικής Εταιρείας «Ανατολή» (Α.Β.Ε.Α.). Ιδρύθηκε το 1889 από τον Γάλλο χημικό Ιούλιο Δέης, στην περιοχή της Νέας Χώρας, δίπλα στο τότε εβραϊκό νεκροταφείο.
Στην περιοχή δυτικά της πόλης των Χανίων όπου βρίσκεται σήμερα το κολυμβητήριο, υπήρχε μία ξύλινη προβλήτα όπου έφταναν με καράβια πρώτες ύλες και από εκεί εξαγόταν το κρητικό σαπούνι στην Γαλλία και άλλες χώρες. Το εργοστάσιο ήταν ατμοκίνητο και στην γραμμή παραγωγής του σαπουνιού χρησιμοποιούνταν έως και δέκα καζάνια. Ο σαπωνοποιός, εμπειρικός ή σπουδασμένος, έπρεπε να γνωρίζει χημεία καθώς επίσης και τη συνταγή των προσμίξεων και του ψησίματος του σαπουνιού. Μετά το κόψιμο το σφράγισμα και το στέγνωμα των πλακών του σαπουνιού, ακολουθούσε η συσκευασία του σε κούτες και ήταν έτοιμο για την αγορά. Παρά το ότι το παλιό εργοστάσιο με τα επιβλητικά φουγάρα σταμάτησε να λειτουργεί το 1994, οι ντόπιοι ακόμα εξακολουθούν να αποκαλούν την περιοχή αυτή ΑΒΕΑ.