Η εφεύρεση της άμαξας συμπίπτει με την επινόηση του τροχού, τον οποίο εφηύραν οι Αιγύπτιοι. Παλαιότερα πριν την έλευση του αυτοκινήτου, οι μεταφορές των ανθρώπων, γινόταν με ζώα, με άμαξες και με σούστες. Οι μεταφορές των προϊόντων, συνήθως μέσα σε βαρέλια και τσουβάλια και των οικοδομικών υλικών, όπως πέτρες, ξυλεία, σίδερα και κεραμίδια, γινόταν με τα κάρα. Η άμαξα ήταν ένα τετράτροχο αμάξι που το τραβούσε ένα άλογο και με αυτό μεταφέρονταν οι άνθρωποι. Η σούστα ήταν ένα δίτροχο αμάξι, που μ’ αυτήν έκαναν τις βόλτες τους οι ρομαντικοί της εποχής με οδηγό της ο αμαξάς.
Τον αμαξά τον συναντούσε κανείς σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης, στις πιάτσες. Στα Χανιά η πιο γνωστή πιάτσα τότε ήταν η Δημοτική Αγορά. Εκεί οι αμαξάδες περίμεναν υπομονετικά να βγει ο κόσμος με τα ψώνια του για να τον μεταφέρουν στις γειτονιές που έμεναν.
Ο αμαξάς, σε ένα ντουλαπάκι κάτω από το κάθισμα του, φύλασσε ένα βρεγμένο σφουγγάρι για να βρέχει το κεφάλι του αλόγου και ένα ψάθινο καπελάκι για το καλοκαίρι, πέταλα, λίμες, ξύστρες κ.α. Είχε ακόμα τη σκούπα, το φαράσι και το σακί, όπου με αυτά καθάριζε τα κόπρανα του αλόγου. Το άλογο ήταν πάντα φροντισμένο με γυαλισμένα τα χάμουρα, επίσης στολιζόταν με χαντρολαίμια και χαϊμαλιά.
Η δουλειά του αμαξά δεν ήταν εύκολη. Το άλογο και η άμαξα ήθελαν συνεχή φροντίδα και συντήρηση.
Ο αμαξάς είχε μεγάλη ευθύνη, γιατί μετέφερε κόσμο. Τα άλογα έπρεπε να είναι εκπαιδευμένα, να αλληλεπιδρούν ομαλά με την κυκλοφορία, με τις άλλες άμαξες αλλά και με την πολυκοσμία. Με το πέρασμα του χρόνου και την εμφάνιση του αυτοκινήτου, η πιάτσα μεταφέρθηκε στο ενετικό λιμάνι των Χανίων.