Επιστροφή

Άυλη πολιτιστική κληρονομιά

Τέχνες και επαγγέλματα που χάνονται

« Οι Τελευταίοι Νοσταλγοί »

Η ιστορία

Τα Χανιά στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου (περίοδος Κρητικής Πολιτείας), ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των ευρωπαϊκών ειρηνευτικών δυνάμεων, ναύαρχοι, στρατιωτικοί ακόλουθοι, Πρόξενοι καθώς και η αυλή του Πρίγκιπα Γεωργίου, αλλά και μία ντόπια αστική τάξη με βίλες και εξοχικές κατοικίες μέσα σε μεγάλα αγροκτήματα, αποτελούσαν μία ελίτ που ακολουθούσε τον ευρωπαϊκό συρμό. Τα αστικά ενδύματα αλλά και οι παραδοσιακές φορεσιές, τα ασημωτά μαχαίρια και τα φωτογραφικά στούντιο της πόλης των Χανίων ήταν προσαρμοσμένα στα ευρωπαϊκά στάνταρ μιας και οι πελάτες σε αυτήν την πόλη ήταν υψηλών απαιτήσεων.

Ο τόπος πέρασε όμως και από αλλεπάλληλα κύματα ταραγμένων ιστορικών περιόδων. Εχθρικές εισβολές, κατακτήσεις, επαναστάσεις, απελευθερωτικοί αγώνες και ενδιάμεσα τους περίοδοι ευημερίας. Την δεκαετία του 1960 ξεκινά μια περίοδος εισροής έτοιμων βιομηχανικών προϊόντων στον τόπο μας. Η εκβιομηχανοποίηση και η πρόοδος της τεχνολογίας, ωφέλησε μεν αλλά έσπρωξε στο περιθώριο τον λαϊκό πολιτισμό. Η λαϊκή τέχνη άρχισε να φθίνει. Χρηστικά αντικείμενα, εργαλεία, σκεύη και παλαιά μέσα μεταφοράς εγκαταλείφθηκαν. Μαζί με αυτά οι τεχνίτες και τα παραδοσιακά επαγγέλματα δεν  έχουν πια λόγο ύπαρξης. Στα Χανιά έχουν απομείνει ελάχιστοι τεχνίτες, που με πείσμα και αγάπη θέλουν να διατηρήσουν τα  παραδοσιακά επαγγέλματα. Αυτοί είναι οι τελευταίοι ρομαντικοί.

Οι περιοχές:

Σε παλαιότερες εποχές οι τέχνες και τα επαγγέλματα ανάλογα με το αντικείμενο τους ήταν χωροθετημένες σε συγκεκριμένες περιοχές. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, ιδίως μέσα στις πόλεις, κάποια όμοια επαγγέλματα εγκαθίσταντο και δημιουργούσαν μία «γειτονιά» η οποία προσδιοριζόταν από τα επαγγέλματα αυτά. Στοιχείο δε προσδιορισμού της γειτονιάς, ήταν και η ονομασία της.

Έτσι έχουμε τα Ταμπακαριά, δηλαδή την περιοχή όπου ήταν εγκατεστημένα τα βυρσοδεψεία, τα Νεώρια, δηλαδή την θέση μέσα στο λιμάνι όπου κατασκευαζόταν ή επισκευαζόταν πλοία, τα Ντεμιρτζίδικα, δηλαδή την περιοχή όπου ήταν εγκατεστημένα τα σιδηρουργεία, τα Μπιτσαξήδικα, δηλαδή την περιοχή όπου υπήρχαν μαχαιροποιεία, τα Στιβανάδικα, τα Βαρελάδικα, την οδό με τα  φωτογραφεία κ.α.

Δραστηριότητες και επαγγέλματα που πιθανόν να παρενοχλούσαν, όπως ήταν τα βυρσοδεψεία, λόγω της μυρωδιάς,  ή τα εργοστάσια σαπωνοποιίας, λόγω του καπνού, εγκαθίσταντο στις παρυφές των πόλεων.

Κάποια άλλα επαγγέλματα επέλεγαν την περιοχή όπου θα δραστηριοποιούνταν έχοντας ως κριτήριο την εμπορικότητα της περιοχής, για αυτό και τα βαρελάδικα συνήθως τα συναντούσαμε στα λιμάνια, τα βιβλιοδετεία, κοντά στα δικηγορικά γραφεία και τους αμαξάδες, κοντά στην κεντρική αγορά.

Εκτός από τους μάστορες που κατασκεύαζαν χρηστικά αντικείμενα, τα Χανιά έχουν μακρά παράδοση στα επαγγέλματα που σχετίζονταν με τις τέχνες. Φωτογράφοι, οργανοποιοί, τυπογράφοι και χειριστές της μηχανής του κινηματογράφου. Ιστορικά σημεία – ορόσημα για το αστικό κέντρο της πόλης, όπως ο κινηματογράφος Κήπος, ακριβώς δίπλα το ιστορικό καφέ Κήπος υπήρξαν σημεία συνάντησης και έδιναν μια επιπλέον διάσταση στην μακρόχρονη ιστορία της πόλης.

Στην μεγάλη τους πλειοψηφία, τα παλιά επαγγέλματα δεν έχουν αφήσει κτιριακά αποτυπώματα μέσα στην πόλη. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις τα παλιά κτίσματα εξακολουθούν να υπάρχουν, πολλές φορές με τους περαστικούς να αγνοούν την χρήση που είχαν αυτά τα κτίρια πριν από πενήντα ή εκατό χρόνια. Τα εντυπωσιακά Νεώρια, που οι Ενετοί έκτισαν, λειτουργούσαν για να κατασκευάζονται και να επισκευάζονται τα πλοία, αντίστοιχα και το καρνάγιο που συναντάμε κατά μήκος του λιμενοβραχίονα με κατεύθυνση προς τον φάρο. Πόσοι περαστικοί γνωρίζουν ότι σε αυτό το πέτρινο κτίριο επισκευαζόταν πλοία μέχρι πρόσφατα από οικογένεια καραβομαραγκών και καρναριέρηδων;

Ο βόρειος θαλάσσιος άξονας:

Καθώς ο πολιτισμός της Κρήτης από την αρχαιότητα διαδίδονταν μέσω της θάλασσας, εκτός από την επισκευή των πλοίων, που ανήκαν σε κρητικούς ή περαστικούς θαλασσοπόρους, ο βόρειος θαλάσσιος άξονας της πόλης των Χανίων λειτουργούσε κυρίως ως λιμάνι εμπορικών συναλλαγών, εισαγωγής πρώτων υλών και εξαγωγής της πλούσιας παραγωγής της ενδοχώρας του νησιού.

Η καλή κοινωνική οργάνωση και το θαλάσσιο εμπόριο στα παράλια έφερνε ανάπτυξη στην πόλη, ωστόσο δεν έλειψαν ποτέ από την εικόνα των λιμένων οι ερασιτέχνες ή επαγγελματίες ψαράδες, παρά το ότι το ενδιαφέρον των ντόπιων ήταν κυρίων στραμμένο στην εύφορη γη και στην κτηνοτροφία που απέφεραν και μεγαλύτερο κέρδος.

Αντίστοιχα με την περιοχή των Νεωρίων, τα φουγάρα του παλιού σαπωνοποιείου της Α.Β.Ε.Α. και τα βυρσοδεψεία στην περιοχή των Ταμπακαριών αποτελούν επίσης μνημεία της ιστορίας στον βόρειο άξονα της πόλης, ενώ μέσα στην πόλη σημαντικό τοπόσημο που σχετιζόταν με το εμπόριο ήταν και παραμένει το κτίριο της Δημοτικής Αγοράς.

Σήμερα, παρότι τα περισσότερα από τα παλιά επαγγέλματα έχουν εκλείψει, οι ονομασίες έχουν παραμείνει σε κάποιες γειτονιές, για να μας θυμίζουν το παρελθόν. Η βιομηχανοποίηση της παραγωγής παραγκώνισε πάμπολλες τέχνες και επαγγέλματα διότι πλέον δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Είναι λοιπόν μοιραίο μία μία οι τέχνες και τα επαγγέλματα να εγκαταλείπονται και να χάνονται. Κάποια επαγγέλματα και κάποιες τέχνες ίσως θα εξαφανιστούν εντελώς. Κάποια άλλα θα επιβιώσουν βασιζόμενα στην τουριστική αγορά και σε λιγοστούς εναπομείναντες ρομαντικούς πελάτες.

Κάποια τέτοια επαγγέλματα έχουν επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας διότι οι μάστορες σε πείσμα των καιρών αναζητούν ένα τρόπο «να το πάνε λίγο παρακάτω». Ίσως διότι υπάρχουν ακόμα κάποιοι λιγοστοί πελάτες που αναζητούν κάτι ποιοτικό, μοναδικό και με έντονα τα σημάδια της προσωπικότητας, του κατασκευαστή και αυτού που το παραγγέλνει.

Οι σύγχρονες ανάγκες:

Οι τεχνίτες, χειρώνακτες επί τω πλείστον, αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν αυτό που οι μοντέρνες κοινωνίες των ανθρώπων αποζητούσαν από τα προϊόντα. Την μαζική παραγωγή. Παράλληλα με την μαζική παραγωγή γεννήθηκε και η σύγχρονη ανάγκη του εμπορίου για ομοιομορφία στα παραγόμενα προϊόντα. Ένας τεχνίτης ο οποίος χρησιμοποιεί τα χέρια του, ακόμα και αν μεταχειρίζεται μήτρες ή πατρόν, δεν μπορεί να καταφέρει ή δεν τον ενδιαφέρει η ομοιομορφία στα έργα που κατασκευάζει.

Οι απαιτήσεις για κάτι φθηνότερο, και ας είναι μέτριας ή κακής ποιότητας, αλλά πού πολύ εύκολα μπορεί να αντικατασταθεί έστρεψαν τον άνθρωπο στα βιομηχανικά προϊόντα, στα έτοιμα και στα εισαγόμενα.

Είναι η μοίρα των πραγμάτων, των εργαλείων και των υλικών τέτοια που όταν δεν έχουν πλέον λόγο ύπαρξης ή χρήσης, όσα δεν πεταχτούν στα σκουπίδια, είτε αλλάζουν χρήση είτε αποτίθενται σε μουσεία και συλλογές. Δεν υπάρχει πλέον λόγος να ράψει κάποιος ενδύματα, μιας και μπορεί να βρει στην αγορά πληθώρα έτοιμων. Δεν υπάρχει πλέον λόγος να αναζητήσει κάποιος σιδερά, διότι η βιομηχανία παράγει σε χαμηλό κόστος όλα όσα ένας χαλκιάς μετά από παραγγελία θα μπορούσε να κατασκευάσει.

Σε παλιότερες εποχές, σχεδόν κάθε χωριό είχε χαλκιά και μέσα στις πόλεις οι χαλκιάδες αποτελούσαν συντεχνία. Οι αγγειοπλάστες, οι βαρελάδες, οι καραβομαραγκοί και οι επιπλοποιοί φθίνουν.

Η εμφάνιση του πλαστικού, ενός υλικού εξαιρετικά ελαφριού, ανθεκτικού, φθηνού και εύχρηστου, παραγκώνισε τα κεραμικά δοχεία, τα ξύλινα βαρέλια, τις ξύλινες βάρκες, ακόμα και τις καρέκλες. Η στροφή του ανθρώπου προς το εύκολο και το πρακτικό, τον κάνει να παραβλέπει άλλες παραμέτρους μιας και πλέον τις θεωρεί ασήμαντες ή δευτερεύουσες όπως είναι η καλαισθησία ή ακόμα και η χρήση φυσικών υλικών.

Τα πλαστικά δοχεία, τα πλαστικά βαρέλια, οι πλαστικές βάρκες και οι πλαστικές καρέκλες, έχουν πλέον μπει στην ζωή μας. Σε μία εποχή που η πρόοδος της ηλεκτρονικής έδωσε την δυνατότητα αναπαραγωγής κειμένων σε ψηφιακή άυλη μορφή, όπου ένας αναγνώστης μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα ή το βιβλίο του μέσα από μία οθόνη, μοιραίο είναι η τυπογραφία να συρρικνωθεί, να παροπλισθούν τα τυπογραφικά μηχανήματα και το επάγγελμα του τυπογράφου να φθίνει μέρα με τη μέρα.

Τα προϊόντα που παράγονται μαζικά, ως απολύτως ομοιόμορφα απομακρύνουν από τον άνθρωπο αυτό που παλιότερα ήταν στοιχείο της ανθρώπινης φύσης – η ανάγκη του να ξεχωρίζεις. Παλαιότερα όταν ένας πελάτης παράγγελνε  ένα ένδυμα ή ένα μουσικό όργανο ή ένα έπιπλο, ή μία βιβλιοδεσία, μπορούσε να ζητήσει από τον μάστορα να προσθέσει κάποια στοιχεία τα οποία να ανταποκρινόταν στην αισθητική του ή ακόμα και σε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση του.

Σήμερα:

Σήμερα η μοντέρνα παραγωγή σε αναγκάζει να επιλέξεις μεταξύ συγκεκριμένων διαθέσιμων προϊόντων, γνωρίζοντας πως το προϊόν το οποίο κρατάς στα χέρια σου έχει παραχθεί πανομοιότυπο, ίδιο και απαράλλαχτο, σε χιλιάδες ή εκατομμύρια κομμάτια.

Οι τεχνίτες φεύγοντας μιας και δεν υπάρχει ενδιαφέρον για συνέχεια, παίρνουν μαζί τους τα μυστικά της τέχνης τους. Μυστικά που για να τα μάθουν, έπρεπε να θητεύσουν δύο και τρία χρόνια ως βοηθοί δίπλα σε παλιότερους μαστόρους. Η διαδικασία αυτής της μυήσεως μετέφερε την βασική γνώση στους μαθητές. Κάθε ένας δημιουργούσε την προσωπική του γραφή, το ιδιαίτερο αποτύπωμα του που έκανε ακόμα πιο ξεχωριστό το δημιούργημα του. Συχνά ήταν τόσο αναγνωρίσιμο ώστε το ξεχώριζαν όχι μόνο οι συνάδελφοι, μα και οι πελάτες του τεχνίτη. 

Η εμπειρική γνώση που αποκτούν οι άνθρωποι μετά από  την ενασχόληση τους  με μια τέχνη  συνήθως οδηγεί στο να αποκτούν αυτήν την μοναδική ταυτότητα  τα αντικείμενα που κατασκευάζουν. Η  κατασκευή ενός αντικειμένου όμως γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη όταν το σχήμα του αντικειμένου καθορίζει και τον ήχο που παράγει. Κάτι που ισχύει στην κατασκευή μουσικών οργάνων.

Το θολό αύριο:

΄Οταν χάνεται μία τέχνη είναι σαν να καίγεται μία βιβλιοθήκη. Χάνεται μία συμπυκνωμένη γνώση και εμπειρία στην χρήση εργαλείων, στην επιλογή υλικών και μαζί με αυτά χάνεται ένα μοναδικό λεξιλόγιο και μία μοναδική ορολογία, στην ονομασία εργαλείων, τεχνικών και υλικών.

Τα κουμπάσα, οι ζουμπάδες, τα τσέρκια, οι καμπζέδες, τα τεχρίλια, οι ντόγιες, οι μπερντέδες, οι περόνες, οι τρέσες, τα μασούρια, το αντί, τα στημόνια κ. α. είναι εργαλεία και υλικά που μιας και δεν θα χρησιμοποιούνται στο μέλλον, μοιραίο είναι με την εξαφάνιση τους, να πάρουν μαζί τους και τις ονομασίες τους. 

Ο χρόνος κυλάει. Κάποιοι άνθρωποι φεύγοντας θα πάρουν μαζί τους μια συμπυκνωμένη εμπειρία και γνώση  την οποία ίσως δε θα μάθουμε ποτέ. Η μνήμη δε μπορεί να διατηρηθεί αν δεν συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της διατήρησής της. 

Back to top